- λοπάς
- η (Α λοπάς, -άδος)πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλααρχ.1. το τηγάνι2. είδος χύτρας3. η σορός4. ασθένεια τής ελιάς5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς6. είδος οστρακοδέρμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω». Περίεργη η σημασιολογική του εξέλιξη σε «πιατέλα» από την αρχική του σημασία, που δήλωνε μια ασθένεια τών δένδρων].
Dictionary of Greek. 2013.