λοπάς

λοπάς
η (Α λοπάς, -άδος)
πήλινο αβαθές και ανοιχτό σκεύος φαγητού, πιατέλα
αρχ.
1. το τηγάνι
2. είδος χύτρας
3. η σορός
4. ασθένεια τής ελιάς
5. ασθένεια από την οποία σαπίζουν οι ρίζες τής συκιάς
6. είδος οστρακοδέρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω». Περίεργη η σημασιολογική του εξέλιξη σε «πιατέλα» από την αρχική του σημασία, που δήλωνε μια ασθένεια τών δένδρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λοπάς — flat dish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. — εὗρεν ἡ λοπὰς τό πῶμα. См. По Сеньке шапка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • λοπάδα — λοπάς flat dish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάδας — λοπάς flat dish fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάδες — λοπάς flat dish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάδι — λοπάς flat dish fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάδος — λοπάς flat dish fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάδων — λοπάς flat dish fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάσι — λοπάς flat dish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπάσιν — λοπάς flat dish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”